δασοφυλακή

δασοφυλακή
η
1. κρατικό σώμα στο οποίο έχει ανατεθεί η φύλαξη τών δασών
2. το σύνολο τών δασοφυλάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασοφύλαξ (-ακος). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δασοφυλακή — η υπηρεσία του κράτους που φροντίζει για τη φύλαξη των δασών με όργανα τους δασοφύλακες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”